Το 1939, όταν η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν πόλεμο ενάντια στην Γερμανία, θεωρούσαν ότι αυτές οι δυο χώρες βρίσκονταν στην καλύτερη δυνατή θέση να νικήσουν την Γερμανία από κοινού. Ενώ τα Ηνωμένα Έθνη προβληματίζονταν με την κατάσταση στην Ευρώπη, οι Αμερικανοί αρκούνταν στο να παρακολουθούν από απόσταση τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν. Τα Ηνωμένα Έθνη βρίσκονταν ακόμη σε περίοδο ανασυγκρότησης μετά τις συνέπειες της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης· και παρόλο που οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν ενέκριναν τις πράξεις του Γερμανού Καγκελάριου Αδόλφου Χίτλερ, η ελπίδα τους ήταν πως η Αγγλία και η Γαλλία θα κατάφερναν να αναχαιτίσουν τον Χίτλερ.
Τον Μάιο του 1940, οι Γάλλοι είχαν παραδοθεί στα γερμανικά στρατεύματα. Τον Οκτώβριο του 1940, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ προέβλεψε ότι η γερμανική εκστρατεία επρόκειτο να επεκταθεί. Εκείνον ακριβώς τον μήνα η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο όταν ο Ιταλός Πρωθυπουργός Μπενίτο Μουσολίνι αποφάσισε να ξεκινήσει την δική του εκστρατεία στην Δυτική Ευρώπη. Ανεπιτυχώς επιχείρησε να εισβάλει στην Ελλάδα μέσω των βόρειων συνόρων της.
Η γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα, ονόματι Επιχείρηση Μαρίτα, ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1941 (καθυστερώντας την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, την ναζιστική εισβολή στην Ρωσία, γεγονός που σύμφωνα με πολλούς οδήγησε στην ήττα της Γερμανίας). Μέχρι τέλος Απριλίου, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν φτάσει στην Καλαμάτα και ο επόμενος τους στόχος ήταν το «μεγάλο νησί». Τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Μαΐου 1941, οι Γερμανοί άρχισαν να βομβαρδίζουν το νησί της Κρήτης και εκατοντάδες Γερμανοί αλεξιπτωτιστές αποβιβάστηκαν στο νησί. Η μάχη που ακολούθησε δεν έμοιαζε με καμία άλλη που είχε συμβεί σ ’εκείνον τον πόλεμο. Όπως είπε ο Τσώρτσιλ στην Βουλή των Κοινοτήτων, η πολεμική σύρραξη στην Κρήτη είχε αποκτήσει «μια δριμύτητα και αγριότητα την οποία οι Γερμανοί δεν είχαν ξανασυναντήσει στην πορεία τους ανά την Ευρώπη,» και ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ ενθάρρυνε την χώρα του λέγοντας «το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος...»